αυχενικός
[afçeniˈkos], αυχενική, αυχενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Nackenαυχενικόςαυχενικός
exemples
- αυχενική μοίραθηλυκό | Femininum, weiblich f σπονδυλικής στήληςHalswirbelsäuleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αυχενικός πόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNackenschmerzenπληθυντικός | Plural pl
- αυχενικός σπόνδυλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNackenwirbelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples