αυτοπεποίθηση
[aftopeˈpiθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Selbstvertrauenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυτοπεποίθησηSelbstbewusstseinουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυτοπεποίθησηαυτοπεποίθηση
exemples