αυτονόητος
[aftoˈnoitos], αυτονόητη, αυτονόητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- selbstverständlichαυτονόητοςαυτονόητος
exemples
- αυτονόητη αλήθειαθηλυκό | Femininum, weiblich fBinsenweisheitθηλυκό | Femininum, weiblich f