„αυταρχικός“ αυταρχικός [aftarçiˈkos], αυταρχική, αυταρχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) autoritär autoritär αυταρχικός αυταρχικός