„αυστηρότητα“: θηλυκό αυστηρότητα [afstiˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Strenge, Schärfe Strengeθηλυκό | Femininum, weiblich f αυστηρότητα αυστηρότητα Schärfeθηλυκό | Femininum, weiblich f αυστηρότητα βλέμματος αυστηρότητα βλέμματος exemples αυστηρότατη δίαιταθηλυκό | Femininum, weiblich f Nulldiätθηλυκό | Femininum, weiblich f αυστηρότατη δίαιταθηλυκό | Femininum, weiblich f