αυλάκι
[aˈvlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rinneθηλυκό | Femininum, weiblich fαυλάκιαυλάκι
- Furcheθηλυκό | Femininum, weiblich fαυλάκι σε χωράφιαυλάκι σε χωράφι
exemples
- αυλάκι άρδευσηςBewässerungsgrabenαρσενικό | Maskulinum, männlich m