ασφαλής
[asfaˈlis], ασφαλής, ασφαλέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sicherασφαλήςασφαλής
- verkehrssicherασφαλής όχημαασφαλής όχημα
- geborgenασφαλής σίγουροςασφαλής σίγουρος
exemples