„ασθενικός“ ασθενικός [asθeniˈkos], ασθενική, ασθενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) kränklich kränklich ασθενικός ασθενικός