ασημαντότητα
[asimanˈdotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kleinigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fασημαντότηταLappalieθηλυκό | Femininum, weiblich fασημαντότηταασημαντότητα