αρωματικός
[aromatiˈkos], αρωματική, αρωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- aromatischαρωματικόςαρωματικός
- duftend, wohlriechendαρωματικός ευωδιαστόςαρωματικός ευωδιαστός
- würzigαρωματικός πικάντικοςαρωματικός πικάντικος
exemples
-
- αρωματικό στικουδέτερο | Neutrum, sächlich nRäucherstäbchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αρωματικός κώνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mRäucherkerzeθηλυκό | Femininum, weiblich f