αρσενικός
[arseniˈkos], αρσενική, αρσενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- männlichαρσενικός σχετικός με το ανδρικό φύλοαρσενικός σχετικός με το ανδρικό φύλο
- αρσενικός γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
- αρσενική πάπιαθηλυκό | Femininum, weiblich fEnterichαρσενικό | Maskulinum, männlich mErpelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αρσενικός ελέφανταςαρσενικό | Maskulinum, männlich mElefantenbulleαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αρσενικός κληρονόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mStammhalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples