αραιός
[areˈos], αραιή, αραιόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- dünnflüssigαραιός υγρόαραιός υγρό
- lichtαραιός μαλλιάαραιός μαλλιά
- dünnαραιός σούπααραιός σούπα