„απόμερος“ απόμερος [aˈpomeros], απόμερη, απόμεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) abgelegen, entlegen abgelegen, entlegen απόμερος απόμερος