απροκατάληπτος
[aprokaˈtaliptos], απροκατάληπτη, απροκατάληπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- wertfrei, wertneutralαπροκατάληπτοςαπροκατάληπτος
- unvoreingenommen, vorurteilsfreiαπροκατάληπτος άτομοαπροκατάληπτος άτομο