αποφυλάκιση
[apofiˈlakjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Entlassungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποφυλάκιση κρατουμένουαποφυλάκιση κρατουμένου
exemples
- αποφυλάκιση υπό όρουςHafturlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m