αποφασιστικός
[apofasistiˈkos], αποφασιστική, αποφασιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- entscheidendαποφασιστικόςαποφασιστικός
exemples
- αποφασιστική μάχηθηλυκό | Femininum, weiblich fEntscheidungskampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αποφασιστικός αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mEntscheidungsspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αποφασιστικός παράγωναρσενικό | Maskulinum, männlich mEntscheidungskriteriumουδέτερο | Neutrum, sächlich n