„αποσπώ“: μεταβατικό ρήμα αποσπώ [aposˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) trennen trennen αποσπώ αποσπώ exemples αποσπώ την προσοχή ablenken (από von) αποσπώ την προσοχή