απονέμω
[apoˈnemo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verleihenαπονέμω βραβείοαπονέμω βραβείο
- gewährenαπονέμω χάρηαπονέμω χάρη
- erteilenαπονέμω έπαινοαπονέμω έπαινο
- zugestehenαπονέμω προνόμιοαπονέμω προνόμιο
exemples
- απονέμω δικαιοσύνη νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- απονέμω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για