„απολυμένος“ απολυμένος [apoliˈmenos], απολυμένη, απολυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) abgesetzt abgesetzt απολυμένος απολυμένος