αποκόπτω
[apoˈkopto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- durchtrennenαποκόπτωαποκόπτω
- ausschneidenαποκόπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαποκόπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ