αποκομιδή
[apokomiˈði]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Entfernungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκομιδήαποκομιδή
exemples
- αποκομιδή των απορριμμάτωνMüllbeseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich f