αποζημίωση
[apoziˈmiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Entschädigungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποζημίωση πράξηαποζημίωση πράξη
- Schadenersatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποζημίωση ποσόAbfindungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποζημίωση ποσόαποζημίωση ποσό
exemples
- αποζημίωση για δαπάνεςAufwandsentschädigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αποζημίωση για παράνομη κράτησηHaftentschädigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αποζημίωση οδύνηςSchmerzensgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n