απογραφή
[apoɣraˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bestandsaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fαπογραφήαπογραφή
- Inventurθηλυκό | Femininum, weiblich fαπογραφή εμπόριο | Handelεμπαπογραφή εμπόριο | Handelεμπ
exemples
- απογραφή του πληθυσμούVolkszählungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απογραφή των αποθεμάτωνBestandsaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f