„απογείωση“: θηλυκό απογείωση [apoˈjiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Abflug, Start Abflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m απογείωση Startαρσενικό | Maskulinum, männlich m απογείωση απογείωση