„αποβίβαση“: θηλυκό αποβίβαση [apoˈvivasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausstieg Ausstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποβίβαση από το λεωφορείο αποβίβαση από το λεωφορείο