„απλήρωτος“ απλήρωτος [aˈplirotos], απλήρωτη, απλήρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) unbezahlt, unbesetzt unbezahlt απλήρωτος απλήρωτος unbesetzt απλήρωτος θέση εργασίας, κτλ απλήρωτος θέση εργασίας, κτλ