απιστία
[apisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Untreueθηλυκό | Femininum, weiblich fαπιστίαTreulosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπιστίααπιστία
- Unglaubeαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπιστία θρησκεία | Religionθρησκαπιστία θρησκεία | Religionθρησκ