„απηδαλιούχητος“ απηδαλιούχητος [apiðaliˈuçitos], απηδαλιούχητη, απηδαλιούχητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) steuerlos steuerlos απηδαλιούχητος απηδαλιούχητος