„απειλώ“: μεταβατικό ρήμα απειλώ [apiˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) drohen, androhen, bedrohen drohen (κάποιον με κάτι jemandem mit etwas) απειλώ διατυπώνω απειλή androhen (κάποιον με κάτι jemandem mit etwas) απειλώ διατυπώνω απειλή απειλώ διατυπώνω απειλή bedrohen απειλώ αποτελώ κίνδυνο απειλώ αποτελώ κίνδυνο