απειθάρχητος
[apiˈθarçitos], απειθάρχητη, απειθάρχητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, απείθαρχος [aˈpiθarxos], απείθαρχη, απείθαρχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- undiszipliniert, ungehorsamαπειθάρχητοςαπειθάρχητος