απαισιόδοξος
[apesiˈoðoksos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, απαισιόδοξη, απαισιόδοξοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- pessimistischαπαισιόδοξοςαπαισιόδοξος
απαισιόδοξος
[apesiˈoðoksos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Pessimistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαισιόδοξοςSchwarzseherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαισιόδοξοςαπαισιόδοξος