„αξύριστος“ αξύριστος [aˈksiristos], αξύριστη, αξύριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) unrasiert, stoppelig unrasiert, stoppelig αξύριστος αξύριστος