ανώριμος
[aˈnorimos], ανώριμη, ανώριμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unreifανώριμοςανώριμος
- unausgereiftανώριμος ιδέαανώριμος ιδέα