„ανυπεράσπιστος“ ανυπεράσπιστος [anipeˈraspistos], ανυπεράσπιστη, ανυπεράσπιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) wehrlos, schutzlos wehrlos ανυπεράσπιστος ανυπεράσπιστος schutzlos ανυπεράσπιστος απροστάτευτος ανυπεράσπιστος απροστάτευτος