αντοχή
[andoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ausdauerθηλυκό | Femininum, weiblich fαντοχήWiderstandsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαντοχήαντοχή
- Belastbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαντοχήαντοχή
- Durchhaltevermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαντοχή ατόμουαντοχή ατόμου
- Festigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαντοχή υλικούαντοχή υλικού
- Konditionθηλυκό | Femininum, weiblich fαντοχή αθλητισμός | Sportαθλαντοχή αθλητισμός | Sportαθλ
exemples
- αντοχή στη θερμότηταHitzebeständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f