αντικαθεστωτικός
[andikaθestotiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αντικαθεστωτική, αντικαθεστωτικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- antiautoritärαντικαθεστωτικόςαντικαθεστωτικός
αντικαθεστωτικός
[andikaθestotiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Regimegegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαντικαθεστωτικόςαντικαθεστωτικός