αντιγράφω
[andiˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- abschreibenαντιγράφωαντιγράφω
- kopierenαντιγράφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαντιγράφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- nachahmenαντιγράφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαντιγράφω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- nachmalenαντιγράφω εικόνααντιγράφω εικόνα
- abguckenαντιγράφω μαθητήςαντιγράφω μαθητής