ανταποδίδω
[andapoˈðiðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vergeltenανταποδίδωανταποδίδω
- erwidernανταποδίδω επίσκεψηανταποδίδω επίσκεψη
- sich revanchierenανταποδίδω σε περίπτωση πρόσκλησηςανταποδίδω σε περίπτωση πρόσκλησης