„αντίχειρας“: αρσενικό αντίχειρας [anˈdiçiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Daumen Daumenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίχειρας αντίχειρας