„ανοιχτόχρωμος“ ανοιχτόχρωμος [anixˈtoxromos], ανοιχτόχρωμη, ανοιχτόχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hell hell ανοιχτόχρωμος δέρμα, μάτια, χρώμα ανοιχτόχρωμος δέρμα, μάτια, χρώμα