„ανοησία“: θηλυκό ανοησία [anoiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Unsinn, Dummheit Unsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανοησία Dummheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ανοησία ανοησία exemples ανοσίες! Unsinn! ανοσίες!