ανικανοποίητος
[anikanoˈpiitos], ανικανοποίητη, ανικανοποίητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unbefriedigtανικανοποίητος που δεν ικανοποιήθηκεανικανοποίητος που δεν ικανοποιήθηκε
- unzufriedenανικανοποίητος δυσαρεστημένοςανικανοποίητος δυσαρεστημένος