ανθρωπάκι
[anθroˈpakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Strichmännchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nανθρωπάκιανθρωπάκι
- Wichtαρσενικό | Maskulinum, männlich mανθρωπάκι μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτανθρωπάκι μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ