ανθρακούχος
[anθraˈkuxos], ανθρακούχα, ανθρακούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sprudelndανθρακούχοςανθρακούχος
exemples
- ανθρακούχος χυμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μήλουApfelsaftschorleουδέτερο | Neutrum, sächlich n