„ανθηρός“ ανθηρός [anθiˈros], ανθηρή, ανθηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) blumig, blühend blumig ανθηρός ανθηρός blühend ανθηρός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ανθηρός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ