„ανθεκτικός“ ανθεκτικός [anθektiˈkos], ανθεκτική, ανθεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) widerstandsfähig, stabil, haltbar, robust widerstandsfähig, stabil, haltbar, robust ανθεκτικός ανθεκτικός exemples ανθεκτικός σε ακραίες θερμοκρασίες temperaturbeständig ανθεκτικός σε ακραίες θερμοκρασίες ανθεκτικός σε πλύσιμο waschecht ανθεκτικός σε πλύσιμο ανθεκτικός στη ζέστη wärmebeständig ανθεκτικός στη ζέστη ανθεκτικός στη θερμότητα hitzebeständig ανθεκτικός στη θερμότητα ανθεκτικός στις καιρικές συνθήκες wetterfest ανθεκτικός στις καιρικές συνθήκες ανθεκτικός στο κρύο kältebeständig, kälteresistent ανθεκτικός στο κρύο ανθεκτικός στο ξεθώριασμα lichtbeständig ανθεκτικός στο ξεθώριασμα ανθεκτικός στο σχίσιμο reißfest ανθεκτικός στο σχίσιμο ανθεκτικός στον παγετό frostbeständig ανθεκτικός στον παγετό ανθεκτικός στον παγετό winterfest ανθεκτικός στον παγετό ανθεκτικός στους λεκέδες schmutzabweisend ανθεκτικός στους λεκέδες masquer les exemplesmontrer plus d’exemples