ανεξέλεγκτος
[aneˈkseleŋgtos], ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unkontrolliertανεξέλεγκτοςανεξέλεγκτος
- unkontollierbarανεξέλεγκτος το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθείανεξέλεγκτος το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί