„ανεκτικότητα“: θηλυκό ανεκτικότητα [anektiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Toleranz Toleranzθηλυκό | Femininum, weiblich f ανεκτικότητα ανεκτικότητα