„ανεκτέλεστος“ ανεκτέλεστος [anekˈtelestos], ανεκτέλεστη, ανεκτέλεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) nicht erfüllt nicht erfüllt ανεκτέλεστος ανεκτέλεστος