ανειδίκευτος
[aniˈðikjeftos], ανειδίκευτη, ανειδίκευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ungelerntανειδίκευτος εργάτηςανειδίκευτος εργάτης
exemples
- ανειδίκευτη εργάτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fHilfsarbeiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανειδίκευτος εργάτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHilfsarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m